- χολοκυστοκινίνη
- η, Νφυσιολ. ορμόνη που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τού δωδεκαδακτύλου και προκαλεί συστολή και εκκένωση τής χοληδόχου κύστεως.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholecystokinin < χολή + κύστη + κινώ].
Dictionary of Greek. 2013.